Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι η συχνότερη κακοήθεια του ενδοκρινικού συστήματος, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 95% των ενδοκρινικών νεοπλασιών και το 1,5 - 3% όλων των κακοήθων νεοπλασιών του ανθρώπινου οργανισμού. Εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες, σε αναλογία 3 προς 1 σε σχέση με τους άντρες, με τις γυναίκες ηλικίας 25 έως 65 ετών να είναι πιο επιρρεπείς. Ο ισόβιος κίνδυνος εμφάνισης της νόσου υπολογίζεται σε 0,8% για τις γυναίκες και 0,3% για τους άνδρες.
Αύξηση επίπτωσης
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της διάγνωσης του θυρεοειδικού καρκίνου, κάτι που αποδίδεται τόσο σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όσο και στη βελτίωση των μεθόδων διάγνωσης. Η βελτιωμένη απεικονιστική τεχνολογία και οι βιοψίες με λεπτή βελόνα (FNA) έχουν συμβάλει στη διάγνωση όγκων σε πρώιμα στάδια, βελτιώνοντας την πρόγνωση και την επιβίωση των ασθενών.
Ταξινόμηση και τύποι θυρεοειδικού καρκίνου
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς ταξινομείται ανάλογα με την προέλευσή του, διακρινόμενος σε κακοήθειες που προέρχονται από τα θυλακιώδη κύτταρα και αυτές που προέρχονται από μη θυλακιώδη κύτταρα. Στους καρκίνους που προέρχονται από τα θυλακιώδη κύτταρα, ο θηλώδης τύπος είναι ο πιο συχνός, αποτελώντας το 80% των περιπτώσεων. Ακολουθούν ο θυλακιώδης τύπος (10%) και ο καρκίνος από κύτταρα Hurthle (4%). Ο αναπλαστικός ή αμετάπλαστος τύπος είναι σπάνιος, αποτελώντας μόλις το 1-2% των περιπτώσεων, αλλά είναι εξαιρετικά επιθετικός.
Στους καρκίνους που προέρχονται από μη θυλακιώδη κύτταρα ανήκει το μυελοειδές καρκίνωμα (4-5%), το οποίο σχετίζεται με κληρονομικά σύνδρομα όπως η πολλαπλή ενδοκρινική νεοπλασία (MEN 2α και 2β). Άλλοι σπάνιοι τύποι περιλαμβάνουν το λέμφωμα (2%) και το τεράτωμα, καθώς και μεταστάσεις από κακοήθειες άλλων οργάνων όπως του νεφρού, του πνεύμονα, του μαστού ή του μελανώματος.
Παράγοντες κινδύνου
Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης θυρεοειδικού καρκίνου περιλαμβάνουν την έκθεση σε ακτινοβολία, είτε μέσω ακτινοθεραπείας είτε λόγω πυρηνικών ατυχημάτων, καθώς και το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς. Γενετικά σύνδρομα, όπως το σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας (MEN), το σύνδρομο Gardner και το σύνδρομο Cowden, συνδέονται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης κακοήθειας θυρεοειδούς.
Ο κίνδυνος είναι επίσης αυξημένος για άνδρες με μονήρεις όζους, ενήλικες άνω των 60 ετών, καθώς και για ασθενείς με ταχέως αυξανόμενους όζους ή ιστορικό καρκίνου του μαστού.
Διάγνωση
Η διάγνωση του θυρεοειδικού καρκίνου γίνεται μέσω λεπτομερούς ιστορικού, ψηλάφησης του τραχήλου, αιματολογικών εξετάσεων (όπως TSH, καλσιτονίνη, θυρεοσφαιρίνη) και απεικονιστικών μεθόδων. Το υπερηχογράφημα είναι το βασικό εργαλείο για την αξιολόγηση των όζων, με χαρακτηριστικά όπως οι μικροαποτιτανώσεις, η αυξημένη αγγείωση και η υποηχογένεια να αποτελούν σημεία κακοήθειας. Η ελαστογραφία, που μετρά τη σκληρότητα του όζου, χρησιμοποιείται για την ανίχνευση ύποπτων όζων με μεγάλη ακρίβεια.
Η παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA) είναι η κύρια διαγνωστική μέθοδος για την επιβεβαίωση της κακοήθειας και πρέπει να εφαρμόζεται για όλους τους όζους μεγαλύτερους του 1 εκατοστού ή για μικρότερους με ύποπτα απεικονιστικά χαρακτηριστικά.
Θεραπευτική προσέγγιση
Η θεραπεία του θυρεοειδικού καρκίνου αποφασίζεται από ογκολογικό συμβούλιο που περιλαμβάνει ενδοκρινολόγους και εξειδικευμένους χειρουργούς. Η κύρια θεραπεία για όλες σχεδόν τις μορφές καρκίνου θυρεοειδούς (εκτός από το λέμφωμα) είναι η ολική θυρεοειδεκτομή, δηλαδή η αφαίρεση ολόκληρου του αδένα. Σε περιπτώσεις όπου ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στους λεμφαδένες, μπορεί να χρειαστεί και λεμφαδενικός καθαρισμός.
Μετά τη χειρουργική επέμβαση, συχνά ακολουθεί θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο, ιδίως για τους πιο συχνούς τύπους θυρεοειδικού καρκίνου, με στόχο την καταστροφή υπολειμματικών καρκινικών κυττάρων που δεν μπορούν να ανιχνευθούν ή να αφαιρεθούν χειρουργικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, η εξωτερική ακτινοβολία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική θεραπεία, κυρίως για τα αναπλαστικά καρκινώματα, ενώ η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται σπάνια, κυρίως για τα αναπλαστικά καρκινώματα, με αμφίβολα αποτελέσματα.
Πρόγνωση
Η πρόγνωση του θυρεοειδικού καρκίνου είναι εξαιρετική, με τη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών να θεραπεύεται, εφόσον ακολουθηθεί το σωστό θεραπευτικό πρωτόκολλο και η χειρουργική επέμβαση γίνει από εξειδικευμένο χειρουργό. Μετά τη θεραπεία, οι ασθενείς τίθενται σε τακτική παρακολούθηση από την ενδοκρινολογική ομάδα για την έγκαιρη ανίχνευση τυχόν υποτροπών. Η τακτική παρακολούθηση περιλαμβάνει κλινική εξέταση, αιματολογικούς ελέγχους και απεικονιστικές εξετάσεις.
Συμπέρασμα
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αποτελεί μια συχνή κακοήθεια με αυξανόμενη επίπτωση, αλλά με εξαιρετικά καλή πρόγνωση όταν αντιμετωπιστεί σωστά. Η έγκαιρη διάγνωση και η εφαρμογή εξειδικευμένων θεραπευτικών πρωτοκόλλων από καταρτισμένους επαγγελματίες υγείας μπορούν να διασφαλίσουν την πλήρη ίαση για τους περισσότερους ασθενείς. Η ολική θυρεοειδεκτομή παραμένει η κύρια θεραπεία, ενώ σε συνδυασμό με τη χρήση ραδιενεργού ιωδίου και τακτική παρακολούθηση, οι ασθενείς μπορούν να έχουν μια μακρά και υγιή ζωή μετά τη θεραπεία.