Αλλεργική Ρινίτιδα: Διάγνωση και θεραπεία

Η αλλεργική ρινίτιδα αποτελεί μια εξαιρετικά συχνή πάθηση που υπολογίζεται ότι αφορά το 15-30% του πληθυσμού. Πρόκειται ουσιαστικά για μια φλεγμονώδη αντίδραση του βλεννογόνου της μύτης απέναντι σε κάποιον ερεθιστικό παράγοντα που λέγεται αλλεργιογόνο. Στα πιο συχνά αλλεργιογόνα συγκαταλέγονται η γύρη, το γρασίδι, το περδικάκι, τα ακάρεα, το τρίχωμα κατοικίδιων ζώων, η μούχλα κ.α.

Η αλλεργική ρινίτιδα, είτε εποχική είτε ολοετής, παρουσιάζει συμπτώματα όπως ρινική συμφόρηση (βουλωμένη μύτη), κνησμός (φαγούρα) σε μάτια και μύτη, ρινική καταρροή (μύτη που τρέχει) και φτάρνισμα. Παρότι δεν είναι μια απειλητική για τη ζωή πάθηση, μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την ποιότητα ζωής του ασθενή, προκαλώντας του κούραση, αδυναμία συγκέντρωσης, μειωμένη παραγωγικότητα στη δουλειά, ενώ στα παιδιά αντίστοιχα μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη απόδοση στο σχολείο.

Διάγνωση

Για όλους τους παραπάνω λόγους, καθίσταται αναγκαία η ορθή διάγνωση και η εφαρμογή της κατάλληλης θεραπείας. Η διάγνωση πραγματοποιείται με βάση το ιστορικό και την κλινική εξέταση του ασθενούς. Είναι μείζονος σημασίας να καταγραφεί λεπτομερώς το ιστορικό: ο τύπος, η εποχικότητα, η έναρξη, η διάρκεια, η συχνότητα και η βαρύτητα των συμπτωμάτων, όπως και η έκθεση σε πιθανά αλλεργιογόνα.

Σε κάθε περίπτωση, αναζητείται η πιθανή συνύπαρξη άλλων συμπτωμάτων που ο ασθενής μπορεί να μη συσχετίζει με τη ρινίτιδα, όπως για παράδειγμα βήχα ή εξανθημάτων, τα οποία μπορεί να υποδηλώνουν την ύπαρξη παθήσεων που συχνά σχετίζονται με την αλλεργική ρινίτιδα, όπως το άσθμα και η ατοπική δερματίτιδα. Αν η αρχική ιατρική εξέταση δεν πραγματοποιηθεί από Ωτορινολαρυγγολόγο, κρίνεται σκόπιμο να ζητηθεί και ΩΡΛ εκτίμηση, ειδικά σε περιπτώσεις όπως παρουσία μονόπλευρης συμπτωματολογίας ή μη ύφεσης των συμπτωμάτων παρά την αγωγή.

Η ΩΡΛ εξέταση περιλαμβάνει, πέρα από την πρόσθια ρινοσκόπηση και την ενδοσκόπηση, μια ανώδυνη και σύντομη εξέταση, κατά την οποία ο ΩΡΛ εξετάζει το σύνολο της ρινικής κοιλότητας, το οποίο δεν είναι ορατό στην πρόσθια ρινοσκόπηση. Τα ευρήματα της εξέτασης αυτής μπορούν να αποκαλύψουν ή να αποκλείσουν διαφορετικές ή συνυπάρχουσες παθήσεις, όπως ρινικούς πολύποδες ή υπερτροφία αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια) στα παιδιά. Κατά περίπτωση, ο ιατρός μπορεί να ζητήσει επικουρικά επιπλέον εξετάσεις, όπως εξετάσεις αίματος (RAST test) ή δερματικά τεστ (skin prick tests). Ο ρόλος αυτών των εξετάσεων είναι δευτερεύον, και σε καμία περίπτωση η διάγνωση δε μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά σε αυτές.

Θεραπεία

Η θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας στηρίζεται στη σωστή ενημέρωση του ασθενούς, την αποφυγή αλλεργιογόνων, και τη φαρμακευτική θεραπεία.

Η ενημέρωση του ασθενούς θα πρέπει να περιλαμβάνει τις διάφορες θεραπευτικές επιλογές, τα αναμενόμενα οφέλη και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες κάθε θεραπείας, καθώς και την εκπαίδευσή του στο σωστό τρόπο χορήγησης κάθε θεραπείας, π.χ., στον τρόπο χρήσης των ενδορινικών σπρέι.

Αποφυγή Αλλεργιογόνων

Η αποφυγή αλλεργιογόνων, ανάλογα με το προφίλ του ασθενούς, μπορεί να περιλαμβάνει σπρέι ενάντια σε ακάρεα, ηλεκτρικές σκούπες με ειδικά φίλτρα, απομάκρυνση κατοικιδίων κ.α. Επιπρόσθετα, οι ρινικές πλύσεις με φυσιολογικό ορό μπορούν να απομακρύνουν μηχανικά αλλεργιογόνα και εκκρίσεις από τη μύτη και έτσι να βοηθήσουν στην καλύτερη απορρόφηση των ενδορινικών σπρέι.

Φαρμακευτική Θεραπεία

Για τη φαρμακευτική θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας μπορεί να χρησιμοποιηθεί μονοθεραπεία ή και συνδυασμός φαρμάκων, ανάλογα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων του κάθε περιστατικού. Από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα φάρμακα είναι τα αντισταμινικά χάπια (κυρίως τα 2ης γενιάς, που δεν επιφέρουν υπνηλία όπως τα 1ης γενιάς) και τα αντισταμινικά σπρέι.

Μια ακόμη σημαντική για τη διαχείριση της αλλεργικής ρινίτιδας κατηγορία φαρμάκων είναι τα ενδορινικά στεροειδή. Η συστηματική απορρόφηση αυτών είναι πολύ μικρή και έτσι ακόμη και μακροχρόνια χρήση τους είναι κατά κανόνα ασφαλής, ακόμη και στον παιδιατρικό πληθυσμό. Μια διευκρίνιση που πρέπει να δοθεί στον ασθενή είναι πως η αποτελεσματικότητα των ενδορινικών στεροειδών δεν εκδηλώνεται απευθείας μετά τη χρήση τους και συνήθως χρειάζεται κάποιες ημέρες έως και εβδομάδες για να γίνει αντιληπτή.

Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν και άλλες κατηγορίες φαρμάκων, όπως αντιλευκοτριενικά ή κορτικοστεροειδή σε μορφή χαπιών. Τέλος, σε κάποια περιστατικά, έπειτα από αξιολόγηση ορισμένων κριτηρίων, μπορεί να γίνει σύσταση για ανοσοθεραπεία ή αλλιώς θεραπεία απευαισθητοποίησης σε συγκεκριμένα αλλεργιογόνα. Υπάρχει διαθέσιμη σε μορφή υποδόριων ενέσεων που γίνεται υπό την εποπτεία ιατρού, λόγω του κινδύνου σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης, και στην πιο ασφαλή μορφή των υπογλώσσιων χαπιών/σταγόνων που μπορεί να χορηγηθεί στο σπίτι. Η διάρκεια της θεραπείας κυμαίνεται μεταξύ 3-5 ετών. 

Συμπέρασμα

Εν κατακλείδι, η αλλεργική ρινίτιδα αποτελεί μια ιδιαίτερα συχνή πάθηση, η οποία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, εάν δεν εφαρμοστεί η κατάλληλη θεραπεία που θα οδηγήσει σε έλεγχο των συμπτωμάτων. Για το λόγο αυτό, είναι επιβεβλημένη η ορθή διάγνωση και η εξατομικευμένη θεραπεία.